- ὑποβλώψ
- ὑποβλώψ, ῶπος, ὁ, ἡ,A one who takes stolen glances (cf. παραβλώψ), Eust. 1406.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποβλώψ — ῶπος, ὁ, ΜΑ αυτός που ρίχνει κλεφτές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βλώψ (< βλέπω), πρβλ. παρα βλώψ] … Dictionary of Greek